- εὐδιάλλακτος
- εὐδιάλλακτοςeasy to reconcilemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδιάλλακτος — η, ο (ΑΜ εὐδιάλλακτος, ον) αυτός που διαλλάσσεται εύκολα, που συμφιλιώνεται και συγχωρεί («εὐμενῆ καὶ εὐδιάλλακτον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάλλακτος (< διαλλάσσομαι) πρβλ. α διάλλακτος, δυσ διάλλακτος] … Dictionary of Greek
εὐδιαλλάκτως — εὐδιάλλακτος easy to reconcile adverbial εὐδιάλλακτος easy to reconcile masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιάλλακτον — εὐδιάλλακτος easy to reconcile masc/fem acc sg εὐδιάλλακτος easy to reconcile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιάλλακτα — εὐδιάλλακτος easy to reconcile neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιάλλακτε — εὐδιάλλακτος easy to reconcile masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιάλλακτοι — εὐδιάλλακτος easy to reconcile masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπαραίτητος — εὐπαραίτητος, ον (Α) 1. ευδιάλλακτος, ευεξιλέωτος 2. αυτός που διατίθεται εύκολα 3. αυτός που παρέχει βάσιμη δικαιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ αιτητός (< παρ αιτούμαι)] … Dictionary of Greek